Τὸ κυκλάμινο

Μικρὸ πουλὶ τριανταφυλλί, δεμένο μὲ κλωστίτσα,
μὲ τὰ σγουρὰ φτεράκια του στὸν ἥλιο πεταρίζει.
Κι ἂν τὸ τηράξεις μιὰ φορά, θὰ σοῦ χαμογελάσει
κι ἂν τὸ τηράξεις δυὸ καὶ τρεῖς, θ᾿ ἀρχίσεις τὸ τραγούδι.


  

 

 
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων-
αν τους τραβήξεις,
μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα
των στίχων τους σ' ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος,
πνίγονται στο χρυσό πηγάδι της σελήνης-
Ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί
σε μια γωνιά του ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του, λέει παρών
στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του